- φαινοτυπικός
- -ή, -ό, Ν [φαινότυπος]1. ο σχετικός με τον φαινότυπο2. φρ. α) «φαινοτυπική ταξινόμηση»βιολ. άλλη ονομασία για την φαινετική ταξινόμησηβ) «φαινοτυπική έκφραση»βιολ. το φαινόμενο τής εκδήλωσης ενός συγκεκριμένου γονιδίουγ) «φαινοτυπικό εύρος»βιολ. το φάσμα τής ποικιλομορφίας που εκδηλώνεται από τον φαινότυπο ως απόκριση στις περιβαλλοντικές διακυμάνσειςδ) «φαινοτυπικός πολυμορφισμός»βιολ. η παρουσία δύο ή περισσότερων φαινοτύπων σε έναν πληθυσμόε) «φαινοτυπικός φυλοκαθορισμός»βιολ. κατάσταση κατά την οποία το φύλο ενός ατόμου καθορίζεται από εξωτερικούς περιβαλλοντικούς παράγοντες και όχι κατά τρόπο άμεσο από τη συγγαμία ή την καρυογαμία.
Dictionary of Greek. 2013.